τυπογράφος

τυπογράφος
[типографос] ουσ. а. работник типографии, печатник.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τυπογράφος" в других словарях:

  • τυπογράφος — ο / τυπογράφος, ΝΑ, και τυπογράφος, η, Ν, και τυπογράφον, τὸ, Α νεοελλ. 1. τεχνίτης ή επαγγελματίας που ασχολείται με την τυπογραφία 2. (ειδικά) στοιχειοθέτης (| αρχ. (το αρσ. και το ουδ.) αντίγραφο πιστοποιητικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • τυπογράφος — ο 1. αυτός που εξασκεί την τυπογραφική τέχνη, που εκτυπώνει βιβλία. 2. ο εργάτης τυπογραφείου, ο στοιχειοθέτης. 3. ο ιδιοκτήτης ή ο διευθυντής τυπογραφείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιψ ο τυπογράφος — Είδος ξυλοφάγου εντόμου της οικογένειας των ιππιδών ή σκολυτιδών. Έχει κυλινδρικό σώμα, που είναι διαμορφωμένο έτσι ώστε να μπορεί να ζει μέσα στους ιστούς των φυτών. Ο ι. ο τ. κατοικεί κυρίως σε δάση με έλατα, όπου προτιμά να προσβάλλει τα… …   Dictionary of Greek

  • αρχέτυπα — Βιβλία που τυπώθηκαν στα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας έως και το 1501. Τα α. είναιδύο ειδών: ξυλογραφικά και τυπογραφικά. Τα πρώτα τυπώνονταν από ξύλινες πλάκες, πάνω στις οποίες χάραζαν τις λέξεις. Τα δεύτερα είχαν τυπογραφικά κινητά στοιχεία,… …   Dictionary of Greek

  • εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας …   Dictionary of Greek

  • Ετιέν ή Εστιέν — (Etienne). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων τυπογράφων, βιβλιοπωλών και λογίων. 1. Ερρίκος A’ (περ. 1470 – 1520). Ο γενάρχης της οικογένειας. Άρχισε την εκτύπωση βιβλίων στο Παρίσι το 1502 και υπήρξε ο πρώτος που χρησιμοποίησε το εκδοτικό σήμα που… …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ξυλοφάγα — (xyhphaga). Με τη γενική αυτή ονομασία χαρακτηρίζονται τα ζώα που τρέφονται από το ξύλο. Είναι ξ. μερικά δίθυρα μαλάκια, όπως οι τερηδόνες, και πολλά έντομα, όπως τα ανόβια (βλ. λ.) και οι τερμίτες (βλ. λ.). Ενώ οι τερηδόνες χωνεύουν την… …   Dictionary of Greek

  • Μποντόνι, Τζαμπατίστα — (Gianbattista Bodoni, Σαλούτσο 1740 – Πάρμα 1813). Ιταλός τυπογράφος και χαράκτης τυπογραφικών στοιχείων. Από οικογένεια τυπογράφων, έμαθε τα πρώτα μυστικά της τέχνης του στο τυπογραφείο του πατέρα του· αργότερα στη Ρώμη, στο τυπογραφείο της… …   Dictionary of Greek

  • Τορί, Ζοφρουά — (Tory, Μπουρζ περ. 1480 – Παρίσι περ. 1533). Γάλλος χαράκτης, χρυσοτύπης, καλλιγράφος και τυπογράφος. Σπούδασε στη Ρώμη και στην Μπολόνια και στη συνέχεια μελέτησε στο Παρίσι λογοτεχνία και φιλοσοφία, ενώ στο μεταξύ επιμελήθηκε τις εκδόσεις… …   Dictionary of Greek

  • Местенеас, Димитриос — Димитриос Местенеас (греч. Δημήτριος Μεσθενέας Фессалоники ?  Месолонгион 10/11 апреля 1826 года)  греческий революционер, издатель первой регулярной газеты революционной Греции, первым опубликовал Гимн свободе Дионисия Соломоса,… …   Википедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»